ηχερός — ή, ό βλ. ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηχηρός] … Dictionary of Greek
ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ηχηρός — ηχηρός, ή, ό και ηχερός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που παράγει ισχυρό ήχο: Ηχηρή καμπάνα. 2. αυτός που ακούγεται καθαρά: Ηχηρή έκρηξη. 3. μτφ., εντυπωσιακός: Και άλλα ηχηρά παρόμοια (Καβάφης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)